πολύζυγο
[poˈliziɣo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Sprossenwandθηλυκό | Femininum, weiblich fπολύζυγοπολύζυγο
examples
- πολύζυγο για σκαρφάλωμαKlettergerüstουδέτερο | Neutrum, sächlich n