„Klettergerüst“: Neutrum, sächlich KlettergerüstNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) πολύζυγο για σκαρφάλωμα πολύζυγοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n για σκαρφάλωμα Klettergerüst Klettergerüst