πολύγλωσσος
[poˈliɣlosos], πολύγλωσση, πολύγλωσσοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- mehrsprachig, polyglottπολύγλωσσοςπολύγλωσσος
examples
- μεγαλώνω σε πολύγλωσσο περιβάλλονmehrsprachig aufwachsen