Greek-German translation for "μεγαλώνω"

"μεγαλώνω" German translation

μεγαλώνω
[meɣaˈlono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -μένος>

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • vergrößern
    μεγαλώνω μεγεθύνω
    μεγαλώνω μεγεθύνω
  • großziehen, aufziehen
    μεγαλώνω παιδί
    μεγαλώνω παιδί
μεγαλώνω
[meɣaˈlono]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα; -μένος>

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • groß/größer werden
    μεγαλώνω γίνομαι μεγάλος
    μεγαλώνω γίνομαι μεγάλος
  • heranwachsen
    μεγαλώνω ενηλικιώνομαι
    μεγαλώνω ενηλικιώνομαι
  • älter werden
    μεγαλώνω σε ηλικία
    μεγαλώνω σε ηλικία
  • aufwachsen
    μεγαλώνω περνώ την παιδική μου ηλικία
    μεγαλώνω περνώ την παιδική μου ηλικία
  • wachsen
    μεγαλώνω πόλη
    μεγαλώνω πόλη
  • länger werden
    μεγαλώνω ημέρες
    μεγαλώνω ημέρες
μεγαλώνω σε πολύγλωσσο περιβάλλον
μεγαλώνω σε πολύγλωσσο περιβάλλον

Tell us what you think!

Do you like the Langenscheidt online dictionary?

Many thanks for your review!

Do you have any feedback regarding our online dictionaries?

Is a translation missing, have you noticed a mistake, or do you just want to leave some positive feedback? Please fill out the feedback form. Giving an email address is optional and, under our privacy policy, used only to handle your enquiry.

Please confirm you are human by ticking the checkbox.*

*Mandatory field

Please fill in the fields marked *.

Thank you for your feedback!

Visit us at: