πολυπολιτισμικός
[polipolitizmiˈkos], πολυπολιτισμική, πολυπολιτισμικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- multikulturellπολυπολιτισμικόςπολυπολιτισμικός
examples
- πολυπολιτισμική κοινωνίαθηλυκό | Femininum, weiblich fmultikulturelle Gesellschaftθηλυκό | Femininum, weiblich f
- πολυπολιτισμική κοινωνίαθηλυκό | Femininum, weiblich f οικείο | umgangssprachlichοικMultikultigesellschaftθηλυκό | Femininum, weiblich f