κοινωνία
[kjinoˈnia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Gesellschaftθηλυκό | Femininum, weiblich fκοινωνίακοινωνία
- Kommunionθηλυκό | Femininum, weiblich fκοινωνία θρησκεία | Religionθρησκκοινωνία θρησκεία | Religionθρησκ
examples
- κοινωνία αποδοτικότηταςLeistungsgesellschaftθηλυκό | Femininum, weiblich f
- κοινωνία αφθονίαςWohlstandsgesellschaftθηλυκό | Femininum, weiblich f
- κοινωνία γάμουEhegemeinschaftθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples