„besiedelt“: Adjektiv besiedeltAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) πυκνοκατοικημένος/αραιοκατοικημένος examples dicht/dünn besiedelt πυκνοκατοικημένος/αραιοκατοικημένος dicht/dünn besiedelt