πολιτιστικός
[politistiˈkos], πολιτιστική, πολιτιστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- kulturell, Kultur-πολιτιστικόςπολιτιστικός
examples
- πολιτιστική αλλαγήθηλυκό | Femininum, weiblich fKulturwandelαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- πολιτιστική ανταλλαγήθηλυκό | Femininum, weiblich fKulturaustauschαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- πολιτιστική κληρονομιάθηλυκό | Femininum, weiblich fKulturerbeουδέτερο | Neutrum, sächlich n
hide examplesshow examples