„πολιορκώ“: μεταβατικό ρήμα πολιορκώ [poliorˈko]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tκαι | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) belagern belagern πολιορκώ πολιορκώ