„belagern“: transitives Verb belagerntransitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) πολιορκώ πολιορκώauch | και, επίσης a. in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig belagern Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMIL belagern Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMIL