ποιοτικός
[piotiˈkos], ποιοτική, ποιοτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- ποιοτική εργασίαθηλυκό | Femininum, weiblich fQualitätsarbeitθηλυκό | Femininum, weiblich f
- ποιοτικό αγαθόουδέτερο | Neutrum, sächlich nQualitätswareθηλυκό | Femininum, weiblich f
- ποιοτικό κρασίουδέτερο | Neutrum, sächlich nQualitätsweinαρσενικό | Maskulinum, männlich m