„αγαθό“: ουδέτερο αγαθό [aɣaˈθo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Gut, Güter Gutουδέτερο | Neutrum, sächlich n αγαθό το καλό αγαθό το καλό Güterπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl αγαθό πληθυντικός | Pluralpl αγαθό πληθυντικός | Pluralpl examples το πολυτιμότερο αγαθό das höchste Gutουδέτερο | Neutrum, sächlich n το πολυτιμότερο αγαθό