πληροφορημένος
[pliroforiˈmenos], πληροφορημένη, πληροφορημένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- informiertπληροφορημένοςπληροφορημένος
Thank you for your feedback!