„πλημμυρίζω“: μεταβατικό ρήμα πλημμυρίζω [plimiˈrizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) fluten fluten πλημμυρίζω πλημμυρίζω examples πλημμυρίζω κάτι etwas unter Wasser setzen πλημμυρίζω κάτι