„πλεχτός“: επίθετο, ως επίθετο πλεχτός [plexˈtos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) πλεχτός → see „πλεκτός“ πλεχτός → see „πλεκτός“