πλεκτός
[plekˈtos], πλεκτή, πλεκτόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- πλεκτός
- geflochtenπλεκτός καλάθιπλεκτός καλάθι
examples
- πλεκτος στο χέρι
- Strickkleidουδέτερο | Neutrum, sächlich n