πλευρικός
[plevriˈkos], πλευρική πλευρικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- πλευρικά αντίστροφος
- πλευρική ίππευσηθηλυκό | Femininum, weiblich fDamensattelαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- πλευρική κοιλότηταθηλυκό | Femininum, weiblich f ανατομία | AnatomieανατRippenbogenαρσενικό | Maskulinum, männlich m
hide examplesshow examples