„πλαγιάζω“: αμετάβατο ρήμα πλαγιάζω [plaˈjazo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα; -σμένος> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich hinlegen, sich schlafen legen sich hinlegen πλαγιάζω ξαπλώνω πλαγιάζω ξαπλώνω sich schlafen legen πλαγιάζω πάω για ύπνο πλαγιάζω πάω για ύπνο examples πλαγιάζω με κάποιον mit jemandem ins Bett steigen πλαγιάζω με κάποιον