πικρός
[piˈkros], πικρή, πικρόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj μεταφορικά | in übertragenem SinnμτφOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- bitter.πικρόςπικρός
examples
- πικρή σοκολάταθηλυκό | Femininum, weiblich fBitterschokoladeθηλυκό | Femininum, weiblich fZartbitterschokoladeθηλυκό | Femininum, weiblich f
- πικρό χωνευτικό λικέρουδέτερο | Neutrum, sächlich nMagenbitterαρσενικό | Maskulinum, männlich m