λικέρ
[liˈkjer]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Likörαρσενικό | Maskulinum, männlich mλικέρλικέρ
examples
- λικέρ από κεράσιαKirschwasserουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- λικέρ βερίκοκοAprikosenlikörαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- λικέρ κεράσιKirschlikörαρσενικό | Maskulinum, männlich m
hide examplesshow examples