„πεισματώνω“: αμετάβατο ρήμα πεισματώνω [pizmaˈtono]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i, πεισμώνω [pizˈmono]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) trotzen, trotzig werden, trotzig sein trotzen, trotzig werden, trotzig sein πεισματώνω πεισματώνω