trotzig
Adjektiv | επίθετο, ως επίθετο adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- πεισματάρης, ξεροκέφαλοςtrotzig Menschtrotzig Mensch
- πεισματικός, πεισματάρικοςtrotzig Verhaltentrotzig Verhalten