παχυντικός
[paçindiˈkos], παχυντική, παχυντικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- fetthaltig.παχυντικόςπαχυντικός
examples
- παχυντική τροφήθηλυκό | Femininum, weiblich fMastfutterουδέτερο | Neutrum, sächlich n