παστός
[pasˈtos], παστή, παστόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- gepökelt.παστόςπαστός
examples
- παστή ρέγκαθηλυκό | Femininum, weiblich fSalzheringαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- παστό κρέαςουδέτερο | Neutrum, sächlich nPökelfleischουδέτερο | Neutrum, sächlich n