„παρεξηγώ“: μεταβατικό ρήμα παρεξηγώ [pareksiˈɣo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) missverstehen, übel nehmen missverstehen παρεξηγώ παρεξηγώ übel nehmen (κάποιον για κάτι jemandem etwas) παρεξηγώ θίγομαι παρεξηγώ θίγομαι