παράρτημα
[paˈrartima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Anhangαρσενικό | Maskulinum, männlich mπαράρτημα βιβλίουπαράρτημα βιβλίου
- Nebengebäudeουδέτερο | Neutrum, sächlich nπαράρτημα κτήριοπαράρτημα κτήριο
- Filialeθηλυκό | Femininum, weiblich fπαράρτημα εταιρείαςZweigstelleθηλυκό | Femininum, weiblich fπαράρτημα εταιρείαςπαράρτημα εταιρείας
- (Zeitungs-)Beilageθηλυκό | Femininum, weiblich fπαράρτημα εφημερίδαςπαράρτημα εφημερίδας