Anhang
Maskulinum, männlich | αρσενικό mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- παράρτημαNeutrum, sächlich | ουδέτερο nAnhang BuchAnhang Buch
- οπαδοίMaskulinum Plural | πληθυντικός αρσενικού mplAnhang AnhängerschaftAnhang Anhängerschaft
- μέληNeutrum Plural | πληθυντικός ουδετέρου nplAnhang eines VereinsAnhang eines Vereins
- κολλητόςAnhang Freund umgangssprachlich | οικείοumgAnhang Freund umgangssprachlich | οικείοumg