„παράκληση“: θηλυκό παράκληση [paˈraklisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Bitte Bitteθηλυκό | Femininum, weiblich f παράκληση παράκληση examples έχω μια παράκληση eine Bitte haben έχω μια παράκληση