παράβαση
[paˈravasi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Verstoßαρσενικό | Maskulinum, männlich mπαράβαση νόμουVerletzungθηλυκό | Femininum, weiblich fπαράβαση νόμουπαράβαση νόμου
- Straftatθηλυκό | Femininum, weiblich fπαράβαση παράπτωμαVergehenουδέτερο | Neutrum, sächlich nπαράβαση παράπτωμαπαράβαση παράπτωμα
- Bruchαρσενικό | Maskulinum, männlich mπαράβαση όρκουπαράβαση όρκου
- Missachtungθηλυκό | Femininum, weiblich fπαράβαση συμφωνίας, κανόναπαράβαση συμφωνίας, κανόνα
examples
- παράβαση καθηκόντωνPflichtverletzungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- παράβαση νόμουRechtsbruchαρσενικό | Maskulinum, männlich m