„πανικός“: αρσενικό πανικός [paniˈkos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Panik Panikθηλυκό | Femininum, weiblich f πανικός πανικός examples δεν συντρέχει λόγος πανικού! kein Grund zur Panik! δεν συντρέχει λόγος πανικού! με πιάνει πανικός in Panik geraten με πιάνει πανικός