„πάσχουσα“: θηλυκό πάσχουσα [ˈpasxusa]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Leidende Leidendeθηλυκό | Femininum, weiblich f πάσχουσα πάσχουσα examples πάσχουσα από λευχαιμία Leukämiekrankeθηλυκό | Femininum, weiblich f πάσχουσα από λευχαιμία πάσχουσα από άνοια Demenzkrankeθηλυκό | Femininum, weiblich f πάσχουσα από άνοια