„άνοια“: θηλυκό άνοια [ˈania]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Demenz Demenzθηλυκό | Femininum, weiblich f άνοια ιατρική | Medizinιατρ άνοια ιατρική | Medizinιατρ