πάθηση
[ˈpaθisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Leidenουδέτερο | Neutrum, sächlich nπάθηση ιατρική | Medizinιατρπάθηση ιατρική | Medizinιατρ
examples
- πάθηση της καρδιάςHerzleidenουδέτερο | Neutrum, sächlich n