Herzleiden
Neutrum, sächlich | ουδέτερο nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- καρδιοπάθειαFemininum, weiblich | θηλυκό fHerzleidenπάθησηFemininum, weiblich | θηλυκό f της καρδιάςHerzleidenHerzleiden