πάγιος
[ˈpajios], πάγια, πάγιοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- festπάγιοςπάγιος
examples
- πάγια εντολήθηλυκό | Femininum, weiblich fDauerauftragαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- einen Dauerauftrag einrichten
- πάγια έξοδαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplFixkostenπληθυντικός | Plural pl