„ορός“: αρσενικό ορός [oˈros]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Serum Serumουδέτερο | Neutrum, sächlich n ορός ιατρική | Medizinιατρ ορός ιατρική | Medizinιατρ examples είμαι με ορός am Tropf hängen είμαι με ορός