ορυκτός
[orikˈtos], ορυκτή, ορυκτόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- mineralischορυκτόςορυκτός
examples
- ορυκτός πλούτοςαρσενικό | Maskulinum, männlich mBodenschätzeπληθυντικός αρσενικού | Maskulinum Plural mpl