„Bodenschätze“: Maskulinum Plural BodenschätzeMaskulinum Plural | πληθυντικός αρσενικού mpl Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ορυκτός πλούτος ορυκτός πλούτοςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Bodenschätze Geologie | γεωλογίαGEOL Bodenschätze Geologie | γεωλογίαGEOL