οριοδείκτης
[orioˈðiktis]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Grenzpfahlαρσενικό | Maskulinum, männlich mοριοδείκτηςοριοδείκτης
examples
- οριοδείκτης με ανακλαστήραLeitpfostenαρσενικό | Maskulinum, männlich m