„Leitpfosten“: Maskulinum, männlich LeitpfostenMaskulinum, männlich | αρσενικό m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) οριοδείκτης με ανακλαστήρα οριοδείκτηςMaskulinum, männlich | αρσενικό m με ανακλαστήρα Leitpfosten Leitpfosten