ορθογώνιο
[orθoˈɣonio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Rechteckουδέτερο | Neutrum, sächlich nορθογώνιο γεωμετρία | Geometrieγεωμορθογώνιο γεωμετρία | Geometrieγεωμ
examples
- ορθογώνιο παραλληλεπίπεδοουδέτερο | Neutrum, sächlich n μαθηματικά | MathematikμαθQuaderαρσενικό | Maskulinum, männlich m