„Rechteck“: Neutrum, sächlich RechteckNeutrum, sächlich | ουδέτερο n <-(e)s; -e> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ορθογώνιο παραλληλόγραμμο ορθογώνιο παραλληλόγραμμοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Rechteck Rechteck