οργανωμένος
[orɣanoˈmenos], οργανωμένη, οργανωμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- organisiertοργανωμένοςοργανωμένος
examples
- οργανωμένες διακοπέςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplKluburlaubαρσενικό | Maskulinum, männlich m
-
- οργανωμένη φροντίδαθηλυκό | Femininum, weiblich f για παιδιάKinderbetreuungθηλυκό | Femininum, weiblich f