ονειρεμένος
[onireˈmenos], ονειρεμένη, ονειρεμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- ονειρεμένο αυτοκίνητοουδέτερο | Neutrum, sächlich nTraumautoουδέτερο | Neutrum, sächlich n