ομοιοπαθητικός
[omiopaθitiˈkos], ομοιοπαθητική, ομοιοπαθητικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- homöopathischομοιοπαθητικόςομοιοπαθητικός
Thank you for your feedback!