„Homöopath“: Maskulinum, männlich HomöopathMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-en; -en> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ομοιοπαθητικός ομοιοπαθητικός (γιατρός)Maskulinum, männlich | αρσενικό m Homöopath Homöopath