οικιακός
[ikjiaˈkos], οικιακή, οικιακόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- häuslich, Haus-οικιακόςοικιακός
examples
- οικιακή βοήθειαθηλυκό | Femininum, weiblich fHaushaltshilfeθηλυκό | Femininum, weiblich f
- οικιακή εργασίαθηλυκό | Femininum, weiblich fHausarbeitθηλυκό | Femininum, weiblich f
- οικιακή ηλεκτρική συσκευήθηλυκό | Femininum, weiblich fElektroartikelαρσενικό | Maskulinum, männlich m
hide examplesshow examples