ξυράφι
[ksiˈrafi]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Rasiermesserουδέτερο | Neutrum, sächlich nξυράφιξυράφι
- Rasierklingeθηλυκό | Femininum, weiblich fξυράφι ξυραφάκιξυράφι ξυραφάκι