„κόψη“: θηλυκό κόψη [ˈkopsi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schneide, Schnitt Schneideθηλυκό | Femininum, weiblich f κόψη μαχαιριού κόψη μαχαιριού Schnittαρσενικό | Maskulinum, männlich m κόψη ρούχου κόψη ρούχου