ξεροκέφαλος
[kseroˈkjefalos], ξεροκέφαλη, ξεροκέφαλοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- dickköpfig, stur, trotzigξεροκέφαλοςξεροκέφαλος
Thank you for your feedback!